- δυσκολοδιάκριτος
- -η, -οδυσδιάκριτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξεχώριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν τοποθετήθηκε χωριστά: Είχε κάνει το λάθος να βάλει τα βιβλία στα ράφια αξεχώριστα. 2. αχώριστος: Ήταν από χρόνια φίλοι αξεχώριστοι. 3. αδιανέμητος: Η πατρική περιουσία ήταν ακόμη αξεχώριστη. 4. δυσκολοδιάκριτος: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)